εντερικά

εντερικά
τα мед. кишечные заболевания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντερικά" в других словарях:

  • ἐντερικάς — ἐντερικά̱ς , ἐντερικός intestinal fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • γαστρεντερίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • εντερικός — ή, ό (AM ἐντερικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων …   Dictionary of Greek

  • λιπάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει τη διάσπαση τών λιπών στο αίμα, στα γαστρικά υγρά, στις παγκρεατικές εκκρίσεις και στα εντερικά υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipase < λίπος] …   Dictionary of Greek

  • μηκώνιο — το (Α μηκώνιον) [μήκων] 1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος 2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο… …   Dictionary of Greek

  • μυκητοκύτταρο — το ζωολ. καθένα από τα εντερικά κύτταρα που συγκροτούν το μυκήτωμα σε ορισμένα έντομα και που είναι συμβιωτικοί μικροοργανισμοί, ειδικότερα ζύμες ή βακτήρια, οι οποίοι μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη μέσω τελειοποιημένων μηχανισμών …   Dictionary of Greek

  • βαλαντίδιο — (balantidium). Γένος βλεφαριδωτών πρωτόζωων της οικογένειας των βαλαντιιδών. Ζουν παρασιτικά στο πεπτικό σύστημα θηλαστικών και πολλές φορές του ανθρώπου. Είναι μονοκύτταροι μικροσκοπικοί οργανισμοί (0,1 0,5 χιλιοστά) ελλειψοειδούς σχήματος, με… …   Dictionary of Greek

  • βοθριοκέφαλος — Σκουλήκι που ανήκει στους πλατυέλμινθες σκώληκες και στην ομοταξία των κεστωδών ή ταινιών. Έχει μορφή επίπεδης ταινίας, μήκους 10 12 εκ. που διαιρείται σε πολλά ορθογώνια μεταμερή τμήματα, τις προγλωττίδες, που είναι ενωμένα σε μια αλυσίδα και… …   Dictionary of Greek

  • λιπίδια ή λιποειδή — Κατηγορία ενώσεων ποικίλης δομής, αλλά με κοινές τις γενικές ιδιότητες των λιπών. Πολύ συχνά οι όροι λ. και λίπη θεωρούνται συνώνυμοι. Στον ανθρώπινο οργανισμό διακρίνονται σε λ. αποθέματος, με λειτουργίες πλαστικές, προστατευτικές και… …   Dictionary of Greek

  • Σέελε, Καρλ Βίλχελμ — (Scheele). Σουηδός χημικός (Στράλσουντ 1742 Καίπινγκ 1786). Από φτωχή οικογένεια, σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο του Γκότενμπουργκ. Μελέτησε τα λίγα βιβλία και το συνταγολόγιο του φαρμακείου, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»